Η λίστα ιστολογίων μου

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Συνταγματικό δικαστήριο

Συνταγματικό δικαστήριο ονομάζεται το δικαστήριο, το οποίο ελέγχει, (σε όσες βέβαια χώρες προβλέπεται και λειτουργεί), την εφαρμογή των άρθρων του ισχύοντος Συντάγματος είτε αυτοτελώς, είτε σε σχέση με συγκεκριμένα νομοθετήματα, ή πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας. Η λειτουργία αυτού είναι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων καθώς και ο έλεγχος της συνταγματικής συμμόρφωσης της κάθε διοικητικής πράξης των οργάνων της πολιτείας.

  • Το Σύνταγμα της Ελλάδας δεν προβλέπει σύσταση και λειτουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου.
  • Έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

    Κύριο έργο ενός συνταγματικού δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, η κρίση δηλαδή περί του αν ένας νόμος εναρμονίζεται ή παραβιάζει το Σύνταγμα. Αποτέλεσμα του ελέγχου της συνταγματικότητας ενός νόμου είναι η κήρυξή του ως άκυρου. Αυτής της μορφής ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων που γίνεται αποκλειστικά από ένα δικαστήριο ονομάζεται συγκεντρωτικός, σε αντίθεση με τον διάχυτο έλεγχο, που διενεργείται από όλα τα δικαστήρια.

    Το συνταγματικό δικαστήριο ελέγχει με αυτόν τον τρόπο αν η νομοθετικη εξουσία τηρεί το Σύνταγμα και εγγυάται τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών.

    [Επεξεργασία] Έλεγχος των πολιτειακών οργάνων

    Σε ορισμένες χώρες το συνταγματικό δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει και τις πράξεις ή παραλείψεις των πολιτειακών οργάνων. Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να είναι η διάλυση της Βουλής από τον ανώτατο πολιτειακό άρχοντα (Πρόεδρο Δημοκρατίας ή Βασιλιά), η άρνηση του τελευταίου να υπογράψει νόμο που έχει ψηφίσει η Βουλή. Σημαντική τέτοια περίπτωση είναι και η προστασία της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας (αντιπολίτευσης) από αντισυνταγματικές ενέργειες της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το συνταγματικό δικαστήριο θα ελέγξει (κατόπιν προσφυγής) αν τηρήθηκαν οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Αν π.χ. το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο ανώτατος άρχοντας μπορεί να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές μόνο σε περίπτωση μείζονος εθνικού ζητήματος και ο ανώτατος άρχοντας το κάνει χωρίς να συντρέχει κάτι τέτοιο, το συνταγματικό δικαστήριο θα έχει την εξουσία να κηρύξει τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών άκυρες.

    Η ανάθεση τέτοιων αρμοδιοτήτων στο συνταγματικό δικαστήριο εξασφαλίζει την τήρηση του Συντάγματος από όλα τα πολιτειακά όργανα. Αποφεύγονται έτσι και οι συνταγματικές/πολιτειακές κρίσεις που οδηγούν σε ταραχές, αφού υπάρχει ανεξάρτητο όργανο που αποφαίνεται οριστικά αν μια πολιτειακή πράξη είναι σύμφωνη ή όχι με το Σύνταγμα της χώρας. Ελλοχεύει όμως ο κίνδυνος της υπερβολικής ανάμειξης της δικαστικής εξουσίας στα της εκτελεστικής ή της νομοθετικής, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τη διάκριση των λειτουργιών.

    [Επεξεργασία] Άλλες αρμοδιότητες

    Μια άλλη περίπτωση αρμοδιότητας του συνταγματικού δικαστηρίου είναι στα ομοσπονδιακά κράτη η επίλυση διαφορών ή συγκρούσεων αρμοδιότητας μεταξύ κεντρικού κράτους και ομόσπονδων κρατιδίων.

    Επίσης κατά κανόνα στα κράτη που υπάρχει συνταγματικό δικαστήριο, αυτό είναι αρμόδιο για τον έλεγχο των εθνικών εκλογών και την εκδίκαση των σχετικών ενστάσεων.

    [Επεξεργασία] Συνταγματικοι δικαστές

    Σημαντικός είναι ο τρόπος επιλογής των δικαστών του Συνταγματικού δικαστηρίου. Συνήθως πρόκειται για μικρό αριθμό έμπειρων δικαστών, καθηγητών Πανεπιστημίου ή και πολιτικών προσωπικοτήτων. Η επιλογή τους μπορεί να γίνεται είτε από μία από τις τρεις λειτουργίες είτε από περισσότερες σε συνδυασμό. Η επιλογή τους από τους ίδιους τους δικαστές εγγυάται στο δικαστήριο τη μεγαλύτερη δυνατή ανεξαρτησία αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα στο δικαστήριο πρόβλημα δημοκρατικής νομιμοποίησης: ένα όργανο που δεν έχει εκλεγεί από τον λαό ελέγχει τις πράξεις των δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων. Αν πάλι επιλέγονται οι συνταγματικοί δικαστές από την Κυβέρνηση ή από την πλειοψηφία της Βουλής, έχουν μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση, είναι πιθανόν όμως να επιλέγονται οι πιο «συνεργάσιμοι» και «φιλικοί» προς την κυβερνητική πλειοψηφία και να τορπιλλίζεται έτσι στην ουσία ο έλεγχος της τήρησης του Συντάγματος.

    Συνήθης είναι ο διορισμός των δικαστών για μη ανανεώσιμη θητεία ορισμένου χρόνου. Η θητεία είναι μη ανανεώσιμη, ώστε να μην μπαίνουν οι δικαστές στον πειρασμό να γίνουν αρεστοί με τις αποφάσεις τους σε αυτούς που τους επιλέγουν, αλλά να επιδοθούν απερίσπαστοι στο έργο τους.

    [Επεξεργασία] Παραδείγματα

    Δεν έχουν όλες οι χώρες συνταγματικό δικαστήριο. Η Ελλάδα και οι ΗΠΑ ανήκουν στις χώρες που δεν έχουν. Η Ελλάδα απέκτησε για πρώτη φορά Συνταγματικό δικαστήριο επί χούντας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1973 βάσει του θεσμικού νόμου 803/70 (Συνταγματικό δικαστήριο 1973), αλλά καταργήθηκε σε μήνες, στις 26 Νοεμβρίου 1973 με την νέα Χούντα του Ιωαννίδη. Ορισμένες αρμοδιότητες συνταγματικού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Η τωρινή κυβέρνηση έχει εκφράσει την πρόθεσή της να θεσπίσει συνταγματικό δικαστήριο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων μέσω αναθεώρησης του Συντάγματος.

    Χώρες που δεν έχουν αυστηρό Σύνταγμα (Σύνταγμα με υπερνομοθετική ισχύ) δεν έχουν και συνταγματικό δικαστήριο. Τέτοια χώρα είναι η Μεγάλη Βρετανία.

    Το πρώτο συνταγματικό δικαστήριο θεσπίστηκε στην Αυστρία το 1920.

    Στη Γαλλία ρόλο συνταγματικού δικαστηρίου έχει το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel), το οποίο είναι αρμόδιο μόνο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.

    Στη Γερμανία το αντίστοιχο όργανο ονομάζεται Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht) και έχει ευρύτατες αρμοδιότητες και ως προς τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και ως προς τον έλεγχο των πολιτειακών οργάνων.

    Ένα είδος συνταγματικού δικαστηρίου υπό ευρεία έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Δεν υφίσταται βέβαια ευρωπαϊκό Σύνταγμα, αλλά στις αρμοδιότητες του ΔΕΚ εντάσσεται ο έλεγχος της τήρησης των ευρωπαϊκών Συνθηκών και από την εκτελεστική αλλά και από την (ευρωπαϊκή) νομοθετική εξουσία. Έχει εξουσία να ελέγχει τη συμβατοτητα του παραγώγου κοινοτικού δικαίου με τις Συνθήκες και διασφαλίζει την εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών της Κοινότητας (ελευθερία κυκλοφορίας αγαθών, υπηρεσιών, εργαζομένων και κεφαλαίου).


Δεν υπάρχουν σχόλια: